Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὰ ἄλογα

  • 1 извоз

    α. (προεπαν.) αγώγι (για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου με άλογα)•

    он занимается -ом αυτός κάνει τον αγωγιάτη•

    держать г διατηρώ άλογα για αγώγι.

    Большой русско-греческий словарь > извоз

  • 2 курьерский

    επ.
    του κλητήρα. || του ταχυδρόμου.
    εκφρ.
    курьерский поезд – ταχυδρομική αμαξοστοιχία•
    - ая тройка – ταχεία ταχυδρομική άμαξα (με τρία άλογα)•
    - ие лошади – ταχυδρομικά άλογα•
    как на -их – ολοταχώς.

    Большой русско-греческий словарь > курьерский

  • 3 пароконный

    επ.
    δυό αλόγων, με δυό άλογα•

    -ая подвода αμάξι με δυό άλογα.

    Большой русско-греческий словарь > пароконный

  • 4 тройка

    -и, γεν. πλθ. троек, δοτ. тройкам θ.
    1. τρία, ο αριθμός 3• написать -у γράφω τον αριθμό τρία.
    2. ο σχολικός βαθμός τρία (3).
    3. το τριάρι, το τρία (παιγνιόχαρτο, ζάρι κ.τ.τ.).
    4. η τρόικα (αμάξι με τρία άλογα• τα τρία άλογα του αμαξιού).
    5. τριάδα, τριμελής επιτροπή ή τριμελές όργανο.
    6. κοστούμι από τρία μέρη: σακκάκι, παντελόνι, γιλέκο ή γυναικείο ταγέρ ι: σακκάκι, φούστα, γιλέκο.

    Большой русско-греческий словарь > тройка

  • 5 доморощенный

    доморощенн||ый
    прил
    1. ἀναθρεμμένος εἰς τό σπίτι:
    \доморощенныйые лошади ἄλογα μεγαλωμένα (или θρεμμένα) στό σπίτι·
    2. перен ирон. πρωτόγονος, ἀξεστος:
    \доморощенный поэт ὁ στιχοπλόκος, ὁ ποετάστρος.

    Русско-новогреческий словарь > доморощенный

  • 6 жеребиться

    жереб||и́ться
    несов γεννῶ (γιά ἄλογα).

    Русско-новогреческий словарь > жеребиться

  • 7 засыпать

    засы́пать I
    сов см. засыпать III.
    засыпа́ть II
    несов ἀποκοιμιέμαι, ἀποκοιμῶμαι.
    засыпа́ть III
    несов
    1. (яму и т. /ι.) γεμίζω ὡς ἐπάνω, σκεπάζω:
    \засыпать песком σκεπάζω μέ ἄμμο·
    2. (забрасывать) ραίνω, γεμίζω:
    \засыпать цветами ραίνω μέ ἄνθη· \засыпать подарками γεμίζω μέ δῶρα· \засыпать кого-л. вопросами βομβαρδίζω κάποιον μέ ἐρωτήσεις·
    3. (насыпать) ρίχνω, βάζω:
    \засыпать овса лошадям ρίχνω βρώμη στά ἄλογα.

    Русско-новогреческий словарь > засыпать

  • 8 карусель

    карусель
    ж τό καρουσέλι, τά ἀλογα-τάκια.

    Русско-новогреческий словарь > карусель

  • 9 понести

    понес||ти́
    сов см. нести 1, 4, 5· ◊ лошади \понестили́ τά ἄλογα ἀφηνίασαν.

    Русско-новогреческий словарь > понести

  • 10 распрягать

    распрягать
    несов ξεζεύω, ἀποζευγνύω:
    \распрягать лошадей ξεζεύω τά ἄλογα \распрягаться ξε-ζεύομαι, ἀποζευγνύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > распрягать

  • 11 рвануть

    рвану́||ть
    сов
    1. (резко дернуть) τραβώ ἀπότομα·
    2. (резко тронуться, устремиться) ξεκινώ ἀπότομα:
    ветер \рванутьл φύσηξε ἀπότομος ἄνεμος· лошади \рванутьли τά ἄλογα ξεκίνησαν ἀπότομα.

    Русско-новогреческий словарь > рвануть

  • 12 удержать

    удержать
    сов, удерживать несов
    1. κρατώ, συγκρατώ:
    \удержать в руках κρατώ στά χέρια· \удержать дома кого-л. κρατώ κάποιον ἀτό σπίτι· \удержать лошадей σταματώ τά ἀλογα· \удержать в памяти συγκρατώ στη μνήμη μαυ· 2, (сдерживать, подавлять) συγκρατώ, πνίγω:
    \удержать рьцйния συγκρατώ τούς λυγμούς·
    3. (останавливать) συγκρατώ, ἀνα· χαιτίζω, κρατώ, σταματώ/ ἐμποδίζω (мешать):
    \удержать от иеобду́манного поступка συγκρατώ κάποιον νά μήν κάνει ἀπερίσκεπτη πράξη· не знаю, что меия удерживает δέν ξεύρω τί μέ κρατάει·
    4. (вычитать) ἀφαιρώ, κρατώ, ἀποκόπτω:
    \удержать какую-л. сумму из зарплаты κρατώ ἕνα ποσό ἀπ' τό μισθό.

    Русско-новогреческий словарь > удержать

  • 13 умчаться

    умчать||ся
    φεύγω μέ ταχύτητα/ φεύγω, περνώ (о времени):
    кони умчались τά ἀλογα ἔφυγαν γρήγορα· умчалась юность πέρασαν τά νιάτα

    Русско-новогреческий словарь > умчаться

  • 14 четверка

    четверка
    ж
    1. τέσσαρες, τέσσερα/ τέσσερα ἄλογα· (лошадей)·
    2. карт. τό τεσσάρι, ἡ τεσσάρα·
    3. спорт, (лодка) ἡ τετράκωπος, ἡ βάρκα μέ τέσσερα κουπιά·
    4. ἀβ. ἡ τετράς, τό ἀπόσπασμα τεσσάρων ἀεροπλάνων.

    Русско-новогреческий словарь > четверка

  • 15 шестерка

    шестерка
    ж
    1. (цифра) разг τό ἐξάρι, τό ἐξη·
    2. карт. ἡ ἐξάρα, τό ἐξάρι·
    3. (лодка) ἡ ἐξάκωπη βάρκα·
    4. (лошадей) τό ἀμάξι μ(έ) ἔξη ἄλογα.

    Русско-новогреческий словарь > шестерка

  • 16 pony-trekking

    noun (the sport or pastime of riding in the countryside in small groups.) βόλτα με άλογα

    English-Greek dictionary > pony-trekking

  • 17 выезд

    α.
    1. αναχώρηση, απέλευση. || επίσκεψη (γνωστών, θεάτρων κλπ.).
    2. έξοδος (μέρος εξόδου).
    3. άμαξα (άλογα, ζεύξη, πλήρωμα).

    Большой русско-греческий словарь > выезд

  • 18 вымять

    -мну, -мнешь, ρ.σ.μ.
    1. ζυμώνω, ανακατεύω, πατώ, μαλακύνω.
    2. βαθουλώνω, κάνω βαθούλωμα σε μαλακή υλη.
    3. πατώ, χαλνώ•

    лошади -ли траву τα άλογα πάτησαν το χορτάρι.

    Большой русско-греческий словарь > вымять

  • 19 гнедой

    επ.
    κοπκινότριχοο (για άλογα)•

    конь ο ντορής.

    Большой русско-греческий словарь > гнедой

  • 20 горячий

    επ., βρ: -ряч, -а, -о.
    1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•

    -ее желание διακαής πόθος.

    2. μτφ. θερμός•

    горячий привет θερμός χαιρετισμός•

    горячий защитник θερμός υποστηριχτής.

    || ζωηρός•

    горячий спор ζωηρή συζήτηση.

    || μεγάλος•

    горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.

    || οξύθυμος, θυμικός•

    -ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.

    || σφοδρός•

    -ая любовь σφοδρός έρωτας.

    3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).
    4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•

    -ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•

    -ие дни μέρες φούριας.

    5. καυτός•

    -ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.

    6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.
    εκφρ.
    - ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•
    - ие напиткиπαλ. οινοπνευματώδη ποτά•
    по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•
    под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο.

    Большой русско-греческий словарь > горячий

См. также в других словарях:

  • αλόγα — η 1. μεγεθυντικό του άλογο η φοράδα. 2. κοροϊδευτικά για μεγαλόσωμη γυναίκα: Βρε, τι αλόγα είναι αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλόγα — Μικρό νησί στον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου κοντά στα ακρωτήρια Σαγάδρα και Καλογεράκι. Έχει μήκος περίπου 1.200 μ. και πλάτος γύρω στα 300 μ. Καθορίζει δύο από τα τρία στόμια του λιμανιού του Μούδρου, το μεσαίο και το δυτικό, προς τον Μαύρο… …   Dictionary of Greek

  • ἄλογα — ἄλογος without neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄλογα — ἄλογα , ἄλογος without neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλογ' — ἄλογα , ἄλογος without neut nom/voc/acc pl ἄλογε , ἄλογος without masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τέθριππος — Αυτός που σύρεται από 4 άλογα (ίππους). Το τέθριππο άρμα είχε 2 μεσαία άλογα, που τα έλεγαν ζυγίους, και 2 ακραία, τους σειραίους ή σειροφόρους ή παρηόρους. Το χρησιμοποιούσαν ιδίως στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας. Αρχικά τα άλογα ήταν κανονικά,… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»